μαλακώσει Συνώνυμα


Μαλακώσει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • enervate, enfeeble, debilitate, να αποδυναμώσει, βλάψουν, εξάτμισης, να unnerve, να αποδυναμώσουν, unman.
  • τον περιορισμό, κατευνασθούν οι, μετριάσουμε, να μέτρια, τη βελτίωση, ελαττώσει, να υποχωρήσουν, να κατευνάσει, δυσδιάκριτες.
μαλακώσει Συνώνυμο συνδέσεις: enervate, enfeeble, debilitate, βλάψουν, εξάτμισης, unman,

μαλακώσει Αντώνυμα