μαγειρέψουν Συνώνυμα


Μαγειρέψουν Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ετοιμάζω, αυτοσχεδιάζουν, εφευρίσκει, να επινοήσουν, πλαστογράφηση, να κατασκευάσει, να emas, σχεδιάζω.
μαγειρέψουν Συνώνυμο συνδέσεις: ετοιμάζω,