λόφο Συνώνυμα


Λόφο Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • ανύψωση, κλίση, ανάχωμα, σωρός, hummock, ύψωμα, καμπούρα, mount, βουναλάκι, εξέχουσα θέση.
λόφο Συνώνυμο συνδέσεις: ανύψωση, κλίση, ανάχωμα, καμπούρα, βουναλάκι,

λόφο Αντώνυμα