λιπόσαρκος Συνώνυμα


Λιπόσαρκος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • άπαχο, οστεώδη, κοκαλιάρης, ψηλόλιγνος, κάτισχνο, rawboned, κοκαλιάρικο, ανταλλακτικά, λεπτό, ισχνός, λιποβαρή, υποσιτίζονται, γωνιακό.
λιπόσαρκος Συνώνυμο συνδέσεις: άπαχο, οστεώδη, ψηλόλιγνος, rawboned, κοκαλιάρικο, ανταλλακτικά, ισχνός,

λιπόσαρκος Αντώνυμα