ληστή Συνώνυμα


Ληστή Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • εκτός νόμου, ποινικού, ληστής, desperado, κακοποιός, λήσταρχος, χούλιγκαν, κακούργος, μάγκας, γκάνγκστερ, εκβιαστής, απατεώνας, public enemy, μαφιόζου.
ληστή Συνώνυμο συνδέσεις: εκτός νόμου, ληστής, desperado, κακοποιός, λήσταρχος, χούλιγκαν, κακούργος, μάγκας, γκάνγκστερ, εκβιαστής, απατεώνας, μαφιόζου,