λαιμαργία Συνώνυμα


Λαιμαργία Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • απληστία, αδηφαγία, υπερκατανάλωση τροφής, insatiability, ravenousness, edacity, πλεονεξία, ακράτεια, crapulence, wolfishness, hoggishness, πολυφαγία.
λαιμαργία Συνώνυμο συνδέσεις: απληστία, πλεονεξία,