κορυδαλλός Συνώνυμα


Κορυδαλλός Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • απόδραση, κάπαρη, φάρσα, ευθυμία, χοροπηδάμε, σιταρήθρα, romp, τέχνασμα, ξεφάντωμα, χωρατό, revel, ρίψιμο.
κορυδαλλός Συνώνυμο συνδέσεις: απόδραση, κάπαρη, φάρσα, ευθυμία, χοροπηδάμε, τέχνασμα, ξεφάντωμα, χωρατό, revel,