κλεισε Συνώνυμα


Κλεισε Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • εμμονή, απορροφημένος, στοιχειωμένο, εμπλακεί, άσκηση, γοητευμένος, εθισμένοι, αφιερωμένο, νευρική υπερένταση.
  • καθυστερήσει, κρατούνται, κολλήσει, αδιέξοδο, ελέγχονται, παρεμποδίζεται, επιβραδύνθηκε, συνελήφθη, έμεινε, ανέστειλε, άτομα με ειδικές ανάγκες.
κλεισε Συνώνυμο συνδέσεις: απορροφημένος, στοιχειωμένο, άσκηση, αφιερωμένο, κολλήσει, αδιέξοδο, ανέστειλε,

κλεισε Αντώνυμα