κατείχε Συνώνυμα


Κατείχε Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • επιδεινώθηκε, μαγεμένος, hexed, στοιχειωμένο, καταραμένος, κατασχέθηκαν, εμμονή, φρενήρεις, παρανοϊκής, maddened, έξαλλος.
κατείχε Συνώνυμο συνδέσεις: μαγεμένος, στοιχειωμένο, καταραμένος, έξαλλος,