κατάπληξη Συνώνυμα


Κατάπληξη Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • έκπληξη, σύγχυση, φόβο, σοκ, απόσπαση της προσοχής, αμηχανία, αποβλάκωση, δέος, συναγερμός, τρόμο, αγανάκτηση, τρόμου.
κατάπληξη Συνώνυμο συνδέσεις: έκπληξη, σύγχυση, φόβο, σοκ, απόσπαση της προσοχής, αμηχανία, αποβλάκωση, δέος, τρόμο, αγανάκτηση,

κατάπληξη Αντώνυμα