κατάδικος Συνώνυμα


Κατάδικος Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • ποινικό, αιχμάλωτος, κακοποιός, τρόφιμος, εγκληματίας, ένοχος, νύν ή πρώην κατάδικος, con, αιχμαλωσία.
κατάδικος Συνώνυμο συνδέσεις: αιχμάλωτος, κακοποιός, τρόφιμος, εγκληματίας, ένοχος, νύν ή πρώην κατάδικος, αιχμαλωσία,