καλλιεργημένα Συνώνυμα


Καλλιεργημένα Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • πολιτισμένη, εκλεπτυσμένη, γυαλισμένο, φωτισμένη, έμαθε, προηγμένη, μορφωμένοι.
καλλιεργημένα Συνώνυμο συνδέσεις: πολιτισμένη, γυαλισμένο,

καλλιεργημένα Αντώνυμα