θρόμβος Συνώνυμα


Θρόμβος Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • μάζα, εφάπαξ, πήξη, απόφραξη, εμβολή, ναύτης, συνένωση, πηγμένο γάλα για τυρί.

Θρόμβος Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • πήζει, συνένωση, φράξει, παγώνω, πυκνώσει, στερεοποιηθεί, κέικ, συμπυκνώνονται, καταψύξει, inspissate.
θρόμβος Συνώνυμο συνδέσεις: ναύτης, πήζει, φράξει, στερεοποιηθεί, κέικ, συμπυκνώνονται,

θρόμβος Αντώνυμα