θηλυπρεπής Συνώνυμα


Θηλυπρεπής Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • womanish, άνανδρος, μαλακό, αδύναμη, sissyish.
θηλυπρεπής Συνώνυμο συνδέσεις: άνανδρος, μαλακό, αδύναμη,