θήκη Συνώνυμα


Θήκη Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • τσάντα, σάκο, τσέπη, δοχείο, σακί, πορτοφόλι.
θήκη Συνώνυμο συνδέσεις: τσάντα, τσέπη, δοχείο, σακί, πορτοφόλι,