ευδοκιμούν Συνώνυμα


Ευδοκιμούν Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • prosper, ακμάζει, πετύχει, να πάρει μπροστά, κάνει μια δέσμη, εκ των προτέρων, βελτίωση, ανθίζουν, μπουμπούνας, εντρυφώ, αύξηση, αυξάνεται, μπουμ, μαδέρια, σανίδες, κερί.
ευδοκιμούν Συνώνυμο συνδέσεις: εκ των προτέρων, βελτίωση, μπουμπούνας, αύξηση,

ευδοκιμούν Αντώνυμα