επανορθώσιμη Συνώνυμα


Επανορθώσιμη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • θεραπεύσιμα, ιάσιμη, διασωθούν, ανακτήσιμα, mendable, διορθωθεί, να διορθωθούν, corrigible.
επανορθώσιμη Συνώνυμο συνδέσεις: να διορθωθούν, corrigible,

επανορθώσιμη Αντώνυμα