εξοικειωμένος Συνώνυμα


Εξοικειωμένος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • εξοικειωμένοι, έμπειρα, καλά, au fait, ικανοί, ειδίκευση, ασκείται, δίδαξε, να μάθει, πολυμαθής, ενημερωμένων, επάνω σε, au courant και ενημερωμένες.
εξοικειωμένος Συνώνυμο συνδέσεις: εξοικειωμένοι, έμπειρα, καλά, ασκείται, πολυμαθής,

εξοικειωμένος Αντώνυμα