εξαναγκάζω Συνώνυμα


Εξαναγκάζω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • δύναμη, ώθηση, ώση, ωθεί, οδηγείτε, χτύπημα.
  • νταής, αγελάδα, φοβίζω, έκτωρ, εξαναγκάσει, εκφοβίσει.
εξαναγκάζω Συνώνυμο συνδέσεις: δύναμη, ώθηση, ώση, χτύπημα, νταής, φοβίζω, εξαναγκάσει, εκφοβίσει,