ενδοπορικό Συνώνυμα


Ενδοπορικό Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • τρύπα, άνοιγμα, στόμιο, διάφραγμα, στομα.
ενδοπορικό Συνώνυμο συνδέσεις: τρύπα, στόμιο, διάφραγμα, στομα,