δογματικός Συνώνυμα


Δογματικός Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • επίμονη, στενόμυαλη, ανυποχώρητο, ανένδοτο, pertinacious, μεροληπτική, φανατικός, opinionative, άκαμπτη, καταθλιπτικός, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, αδιαπέραστη, αυτάρεσκος.
δογματικός Συνώνυμο συνδέσεις: επίμονη, στενόμυαλη, ανένδοτο, pertinacious, φανατικός, opinionative, καταθλιπτικός, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, αυτάρεσκος,

δογματικός Αντώνυμα