διορατική Συνώνυμα


Διορατική Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • σοφός, συνετή, προνοίας, farseeing, άγρυπνο, προφητικοί, φασκόμηλο, εξυπνάδα, στοχαστικός.
διορατική Συνώνυμο συνδέσεις: σοφός, συνετή, προνοίας, farseeing, άγρυπνο, προφητικοί, φασκόμηλο, στοχαστικός,

διορατική Αντώνυμα