διεστραμμένες Συνώνυμα


Διεστραμμένες Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • διεφθαρμένο, ανώμαλη, αποκλίνουσα, παρεκκλίνουσα, διεφθαρμένος, παραμορφωμένη, λανθασμένη, άρρωστος, με προβλήματα όρασης, λούμπεν, ζημιογόνο, debauched, πάσχει, κακό, ανήθικο.
διεστραμμένες Συνώνυμο συνδέσεις: ανώμαλη, διεφθαρμένος, λανθασμένη, άρρωστος, κακό,

διεστραμμένες Αντώνυμα