διαχρονικό Συνώνυμα


Διαχρονικό Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αιώνια, ατέλειωτη, αθάνατος, διαρκή, αμνημονεύτων, άπειρο, αέναη, απεριόριστη, ατελείωτες, αδιάκοπη, άφθαρτο, αμετάβλητη.
διαχρονικό Συνώνυμο συνδέσεις: αιώνια, διαρκή, άπειρο, αέναη, απεριόριστη, ατελείωτες, αδιάκοπη, αμετάβλητη,

διαχρονικό Αντώνυμα