διαπιστευμένοι Συνώνυμα


Διαπιστευμένοι Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • πιστοποιημένα, αναγνωρισμένο, επίσημη, ειδική, εξουσιοδοτημένο, ανάθεση, ναυλωμένα, άδεια, εξουσία, κυρώσεις, deputized, θεωρημένου, εγκεκριμένο, βεβαιούνται για.
διαπιστευμένοι Συνώνυμο συνδέσεις: επίσημη, ειδική, άδεια, κυρώσεις,

διαπιστευμένοι Αντώνυμα