διάλεκτο Συνώνυμα


Διάλεκτο Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • ορολογία, ιδιωματικό, επίκλιση, αργκό, επαρχιακή διάλεκτος, λαϊκή λέξη ή φράση, ιδίωμα, καθομιλουμένη, τοπικισμός, επαρχιωτισμού, απαγγελίας, κορακίστικα.
διάλεκτο Συνώνυμο συνδέσεις: ορολογία, ιδιωματικό, επίκλιση, αργκό, επαρχιακή διάλεκτος, ιδίωμα, καθομιλουμένη, κορακίστικα,