δηκτικός Συνώνυμα


Δηκτικός Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ψυχρός, δαγκώματος, δροσερό, κρύο, παγωμένος, ανατριχιαστική, απότομη, κοπής, χειμερινές, τραγανή, ωμά, ζωηρός, πικρός, piercing, διεισδυτική, τσουχτερός.
δηκτικός Συνώνυμο συνδέσεις: ψυχρός, δροσερό, κρύο, απότομη, χειμερινές, τραγανή, ζωηρός, διεισδυτική, τσουχτερός,

δηκτικός Αντώνυμα