δακρυσμένος Συνώνυμα


Δακρυσμένος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • κλάμα, blubbering, μέλο, δακρυσμένα, lachrymose, πένθος, θρήνος, θρηνώντας, γκρίνια, sniveling.
δακρυσμένος Συνώνυμο συνδέσεις: μέλο, lachrymose, πένθος, θρήνος, γκρίνια,