γλιστρούν Συνώνυμα


Γλιστρούν Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • διαφανειών, ολίσθησης, glissade, ολίσθηση, συρόμενη.

Γλιστρούν Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ολίσθησης, ολίσθημα, διαφανειών, ρεύμα, glissade, skate, επιπλέουν, άπαχο, ροή, αεροπλάνο.
γλιστρούν Συνώνυμο συνδέσεις: ολίσθησης, ολίσθησης, ολίσθημα, ρεύμα, άπαχο, ροή, αεροπλάνο,