γενικότητα Συνώνυμα


Γενικότητα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • generalness, καθολικότητα, καθολικότης, σφαιρικό χαρακτήρα, πληρότητα, ecumenicity.
  • πλειοψηφία, χύμα, μάζα, υπεροχή, πιο, του λέοντος.
γενικότητα Συνώνυμο συνδέσεις: πληρότητα, χύμα, υπεροχή,