βεβήλωσαν Συνώνυμα


Βεβήλωσαν Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • βέβηλος, διεστραμμένος, πόρνη, μολύνουν, secularize, μολύνει, υποτιμήσει, ρυπαίνουν, κατάχρηση, κακομεταχειριζόμαστε, φτηναίνω.
βεβήλωσαν Συνώνυμο συνδέσεις: βέβηλος, διεστραμμένος, πόρνη, μολύνουν, μολύνει, υποτιμήσει, κακομεταχειριζόμαστε, φτηναίνω,

βεβήλωσαν Αντώνυμα