αυτοσχέδιος Συνώνυμα


Αυτοσχέδιος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • τυχαίο αυτοσχέδια, συνεπάγονται ταυτιστεί, αυτοσχέδιοι, unrehearsed, τελέσθηκαν, αυτοσχέδιες, casual, βιαστική, γεγονός, αυθόρμητη, κατά προσέγγιση, ορμητικά, παρορμητικά.
αυτοσχέδιος Συνώνυμο συνδέσεις: αυτοσχέδιοι, unrehearsed, αυτοσχέδιες, βιαστική, γεγονός, αυθόρμητη,

αυτοσχέδιος Αντώνυμα