αστέρι-διέσχισαν Συνώνυμα


Αστέρι-Διέσχισαν Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • καταδικασμένη, άτυχος, δύσμοιρο, ατυχές, άμοιρος, καταδικαστεί, απελπιστική, γρουσούζικη, foredoomed, ολέθρια.
αστέρι-διέσχισαν Συνώνυμο συνδέσεις: άτυχος, δύσμοιρο, ατυχές, απελπιστική, ολέθρια,

αστέρι-διέσχισαν Αντώνυμα