ασκητής Συνώνυμα


Ασκητής Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • λιτό, με αυταπάρνηση, αυταπάρνηση, σπαρτιάτης, εγκρατής, ολιγαρκής, πουριτανική, stern.

Ασκητής Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αναχωρητή, ερημίτης, recluse, άγιος άνθρωπος, μοναχικά, μοναχός.
ασκητής Συνώνυμο συνδέσεις: λιτό, με αυταπάρνηση, αυταπάρνηση, εγκρατής, πουριτανική, αναχωρητή, ερημίτης, recluse,

ασκητής Αντώνυμα