ασβέστη Συνώνυμα


Ασβέστη Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • συγκάλυψη, επιχρύσωση, καμουφλάζ, συγκαλύπτοντας πάνω, extenuation, απαλλαγή, αιτιολόγηση, απόκρυψη, δικαιολογία, χιόνι δουλειά.

Ασβέστη Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • αποσιωπήσει, συγκάλυψη, δικαιώ, απαλλάσσω, απάμβλυνση, τον περιορισμό, ελαφρύνω, δικαιολογία, σαφές, αθωώσει, δικαιολογούν, διεκδικώ.
ασβέστη Συνώνυμο συνδέσεις: συγκάλυψη, καμουφλάζ, απαλλαγή, απόκρυψη, δικαιολογία, χιόνι δουλειά, αποσιωπήσει, συγκάλυψη, απαλλάσσω, απάμβλυνση, δικαιολογία, αθωώσει,

ασβέστη Αντώνυμα