αραιώστε Συνώνυμα


Αραιώστε Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αραιωμένο.

Αραιώστε Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • αποδυναμώσει, λεπτό, νοθεύουν, αποδυνάμωση, μετριάσει, μείωση, μειώνει, rarefy, μολύνουν, ρυπαίνουν, υποτιμήσει, γιατρό, κομμένα.
αραιώστε Συνώνυμο συνδέσεις: αραιωμένο, αποδυναμώσει, νοθεύουν, μείωση, rarefy, μολύνουν, υποτιμήσει, γιατρό,

αραιώστε Αντώνυμα