αποστόλου Συνώνυμα


Αποστόλου Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • ιεραπόστολος, evangelist, ιεροκήρυκας, proselytizer.
  • προφήτης, ιδρυτής, πρωτοπόρος, συνήγορος, υποστηρικτής, εκπρόσωπος, μεταρρυθμιστής, προπαγανδιστής.
αποστόλου Συνώνυμο συνδέσεις: ιεραπόστολος, evangelist, ιεροκήρυκας, προφήτης, ιδρυτής, πρωτοπόρος, συνήγορος, υποστηρικτής,