απομονωμένη Συνώνυμα


Απομονωμένη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • διαχωρίζονται, αποσύρονται, απομονωμένες, cloistered, closeted, απομονωμένος, μοναστική, προσωπικό, σε καραντίνα, κλείνουν, διακόπτει, περιορίζεται, κρυφό.
απομονωμένη Συνώνυμο συνδέσεις: cloistered, απομονωμένος,

απομονωμένη Αντώνυμα