απολυταρχικός Συνώνυμα


Απολυταρχικός Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • τύραννος, αυταρχική, δεσπότης, άρχοντας, απολυταρχική, δικτάτορας.
απολυταρχικός Συνώνυμο συνδέσεις: τύραννος, αυταρχική, δεσπότης, δικτάτορας,