απειροελάχιστο Συνώνυμα


Απειροελάχιστο Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • λεπτό, μικρό, μικροσκοπική, ανεπαίσθητη, inappreciable, υποκοριστικό, αμελητέα, ασήμαντο, ανεπαίσθητος, undiscernible, μικρούλης.
απειροελάχιστο Συνώνυμο συνδέσεις: μικρό, μικροσκοπική, inappreciable, υποκοριστικό, αμελητέα, ασήμαντο,

απειροελάχιστο Αντώνυμα