αντιεπαγγελματική Συνώνυμα


Αντιεπαγγελματική Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ερασιτέχνες, ερασιτεχνικές, δεξιός, άπειροι, ανειδίκευτοι, απείθαρχος, unworkmanlike, αναποτελεσματικό, ανίκανη, άπειρος, πράσινο.
αντιεπαγγελματική Συνώνυμο συνδέσεις: δεξιός, άπειροι, ανειδίκευτοι, άπειρος, πράσινο,

αντιεπαγγελματική Αντώνυμα