αναισθητικό Συνώνυμα


Αναισθητικό Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αναλγητικό, ανώδυνη, παυσίπονο, ναρκωτικό, όπιο, υπνωτικών, ηρεμιστικό, νηπενθές.
αναισθητικό Συνώνυμο συνδέσεις: αναλγητικό, ανώδυνη, παυσίπονο, ναρκωτικό, υπνωτικών,