αμετάκλητο Συνώνυμα


Αμετάκλητο Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • καταληκτική, αποκαλύψεως, αποφασιστικότητα, πληρότητα, ψήφισμα.
αμετάκλητο Συνώνυμο συνδέσεις: πληρότητα,

αμετάκλητο Αντώνυμα