αμαρτωλός Συνώνυμα


Αμαρτωλός Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • κακοποιός, δράστη, κατακρίνω, παραβάτης, backslider, ουτιδανός, εγκληματίας, αποστάτης.
αμαρτωλός Συνώνυμο συνδέσεις: κακοποιός, δράστη, κατακρίνω, ουτιδανός, εγκληματίας, αποστάτης,

αμαρτωλός Αντώνυμα