έξω Συνώνυμα


Έξω Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • εκτός.
  • σβήσει, εξαντληθεί, πνιγμένα, doused, τελείωσε, έληξε, γίνει, πάνω από, κατέληξε στο συμπέρασμα, στο τέλος, να παρέλθει, να λήξει, παρελθόν.

Έξω Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • δικαιολογία, dodge, διαφυγής, εξήγηση, άλλοθι, άμυνας, αιτιολόγηση, λόγος, κενό, λύση, απάντηση.
έξω Συνώνυμο συνδέσεις: τελείωσε, γίνει, παρελθόν, δικαιολογία, dodge, διαφυγής, εξήγηση, κενό, λύση, απάντηση,

έξω Αντώνυμα