άυλα Συνώνυμα


Άυλα Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ανεπαίσθητος, ανεπαίσθητη, άυλο, επουσιώδη, φευγαλέα, αόρατο, παροδικά, σκιερά, αόριστο, ασώματα, απατηλή, φανταστικό, φάντασμα, ονειρικό, χιμαιρική.
άυλα Συνώνυμο συνδέσεις: επουσιώδη, φευγαλέα, αόρατο, σκιερά, αόριστο, ασώματα, απατηλή, φανταστικό, φάντασμα,

άυλα Αντώνυμα