άσκοπο Συνώνυμα


Άσκοπο Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • χωρίς νόημα, ανόητο, vague, ανόητος, ανούσια, ηλίθιο, παράλογο, γελοίο, ανούσιος, άσκοπος, ανάρμοστο, άσχετο, παράλογη.
άσκοπο Συνώνυμο συνδέσεις: ανόητο, ανόητος, ηλίθιο, παράλογο, γελοίο, ανούσιος, άσκοπος, άσχετο, παράλογη,

άσκοπο Αντώνυμα