άγονη Συνώνυμα


Άγονη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αποστειρωμένο, άγονο, αντιπαραγωγική, μη παραγωγικό, άκαρποι, ανίκανη, άγονες, αγρανάπαυση, γυμνά, έρημη.
άγονη Συνώνυμο συνδέσεις: αντιπαραγωγική, άκαρποι, αγρανάπαυση, γυμνά,

άγονη Αντώνυμα