Ωριαία Συνώνυμα


Ωριαία Συνώνυμα Επίρρημα μορφή

  • συνεχώς, συχνά, περιοδικά, τακτικά, σταθερά, ανελλιπώς, διαρκώς, ασταμάτητα, αδιάκοπα.
Ωριαία Συνώνυμο συνδέσεις: συνεχώς, συχνά, σταθερά,

Ωριαία Αντώνυμα