Φυλετικός Συνώνυμα


Φυλετικός Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • στενό, θρησκευτική, επαρχιακό, αποκλειστική, της κλίκας, τοπικιστικά, περιορισμένη, δυσανεξία, εχθρικό, σνομπ, νησιωτικές, ανελεύθερα.
Φυλετικός Συνώνυμο συνδέσεις: επαρχιακό, τοπικιστικά, περιορισμένη, δυσανεξία, σνομπ,

Φυλετικός Αντώνυμα